Το όριο και οι όροι προστασίας των καταθέσεων δεν μεταβάλλεται, ούτε εναπόκειται στις εθνικές κυβερνήσεις να νομοθετήσουν διαφορετικά, όπως παρερμηνεύθηκε την εβδομάδα που μας πέρασε, με αφορμή τον καταιγισμό των δηλώσεων και των δημοσιευμάτων. Επιπλέον, το πλαίσιο προστασίας που υπάρχει αυτή τη στιγμή, και το οποίο θα διατηρηθεί και μετά την εφαρμογή της Οδηγίας για την τραπεζική ενοποίηση, προβλέπει ότι στις περιπτώσεις λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στο όνομα δύο ή περισσοτέρων προσώπων από κοινού, δηλαδή σε κοινό λογαριασμό, το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη του κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε δικαιούχου του λογαριασμού και, συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του, καλύπτεται μέχρι το όριο των 100.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο.
Μια συνήθης σύγχυση που γίνεται στην όλη συζήτηση για το μέλλον των καταθέσεων είναι για την περίπτωση ενεργοποίησης των συστημάτων εγγυήσεων. Ετσι θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η ενεργοποίηση του ΤΕΚΕ προβλέπεται στην περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας και δεν αφορά την περίπτωση εξυγίανσης, για την οποία έχει προβλεφθεί η διάσωση εκ των έσω, το γνωστό ως bail in. Να σημειωθεί ότι η εγγύηση του ΤΕΚΕ δεν έχει ενεργοποιηθεί σε καμιά περίπτωση προβληματικής τράπεζας μέχρι σήμερα στη χώρα μας, καθώς για τις πολυάριθμες εκκαθαρίσεις τραπεζών αξιοποιήθηκαν άλλα εργαλεία.
Η δυνατότητα της διάσωσης εκ των έσω αποτελεί ένα από τα τέσσερα εργαλεία που προβλέπει η Οδηγία για μετά το 2016 στην περίπτωση που προκύψει η ανάγκη εξυγίανσης -και όχι πτώχευσηςμιας τράπεζας. Σειρά προτεραιότητας στην περίπτωση μιας εκ των έσω διάσωσης έχουν -σύμφωνα με τη σχετική Οδηγία- οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι μειωμένης εξασφάλισης και οι μεγαλοκαταθέτες άνω των 100.000 ευρώ, με στόχο μέσα από τη σχετική διαδικασία να συγκεντρωθούν κεφάλαια ίσα με το 8% των συνολικών υποχρεώσεων της τράπεζας.
Ενα δεύτερο εναλλακτικό εργαλείο είναι το «μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα» (bridge bank), που στη χώρα μας εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Proton Bank και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και το οποίο προέβλεπε τη μεταπώληση των δύο τραπεζών. Παρεμφερής δυνατότητα, αλλά με διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι και ο διαχωρισμός περιουσιακών στοιχείων (asset separation) που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση της Αγροτικής Τράπεζας, της FBBank, της Probank και των έξι Συνεταιριστικών Τραπεζών. Σε όλες τις περιπτώσεις αρμόδια Αρχή για την εξυγίανση ήταν η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά ο νέος κανονισμός που αναμένεται να οριστικοποιηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2014, επί ελληνικής προεδρίας, προβλέπει τη σύσταση ενός ευρωπαϊκού φορέα, που συζητείται να είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αντίστοιχα, το χρηματοδοτικό κενό που προκύπτει από τις σχετικές διαδικασίες αναλαμβάνει στη χώρα μας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο έχει διαθέσει 10 δισ. ευρώ περίπου για την κάλυψη αυτού του κενού, πλέον των 28 δισ. ευρώ που έχει διαθέσει για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Ετσι τα χρήματα που έχει διαθέσει για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες προσδοκά να τα πάρει από τη μεταπώληση των μετοχών τους, ενώ κάποια από τα υπόλοιπα, που συνιστούν το χρηματοδοτικό κενό, προσδοκά να τα πάρει από το προϊόν της εκκαθάρισης των τραπεζών που έχουν μπει σε αυτό το καθεστώς.
Μόνο εφόσoν εξαντληθούν αυτές οι δυνατότητες που δίνουν τα τέσσερα εναλλακτικά εργαλεία, μεταξύ των οποίων και το bail in, οι χώρες θα έχουν την επιλογή να χρησιμοποιήσουν δημόσια κεφάλαια, δηλαδή των φορολογουμένων, προκειμένου να προχωρήσουν στην ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας.